- συλλύται
- συλλύται ([pref] συνλ-) [ῠ], οἱ,A conciliators, IG5(2).357 ([place name] Stymphalos).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συλλύται — oἱ, Α [συλλύω] διαιτητές για την επίλυση τών διαφορών μεταξύ δύο πόλεων, συμφιλιωτές … Dictionary of Greek